- ωμόμετρο
- Όργανο μέτρησης των ηλεκτρικών αντιστάσεων. Αποτελείται από μία γεννήτρια συνεχούς ρεύματος η οποία τροφοδοτεί ένα κύκλωμα που αποτελείται από ένα μιλλιαμπερόμετρο, από την άγνωστη αντίσταση και από άλλες γνωστές αντιστάσεις. Η ένδειξη του μιλλιαμπερομέτρου εξαρτάται από την άγνωστη αντίσταση, η οποία είναι δυνατόν να μετρηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η κλίμακα είναι κατευθείαν χαραγμένη σε Ωμ, για ευκολότερη ανάγνωση. Η γεννήτρια συνεχούς ρεύματος είναι, κατά κανόνα, μία στήλη που παρέχει τάση μερικών βολτ. Για τη μέτρηση μεγάλων αντιστάσεων χρησιμοποιείται το μέγα-ωμόμετρο, όργανο που διαθέτει ένα μιλλιαμπερόμετρο και δύο κινητά πηνία συνδεδεμένα μεταξύ τους σε κάθετη διάταξη. Το μέγα-ωμόμετρο είναι κατάλληλο για τη μέτρηση αντιστάσεων μέχρι μερικών δεκάδων μεγαώμ.
ΩΜΟΜΕΤΡΟ «Πολύμετρο» που χρησιμοποιείται ως ωμόμετρο? η τιμή της άγνωστης αντίστασης φαίνεται κατευθεία στην κλίμακα. Δεξιά, σχηματική παράσταση του κυκλώματος μέτρησης της αντίστασης: α) στήλη? β) μιλλιαμπερόμετρο? γ) γνωστή αντίσταση? R) άγνωστη αντίσταση.
* * *το, Νφυσ. όργανο με το οποίο μετρείται γρήγορα και πρακτικά η ηλεκτρική αντίσταση διαφόρων υλικών.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ohmmeter (< Ohm, όν. Γερμανού φυσικού) + meter (< μέτρο)].
Dictionary of Greek. 2013.